- πληροῦντα
- πληρόωmake fullpres part act neut nom/voc/acc plπληρόωmake fullpres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πληροῦνθ' — πληροῦντα , πληρόω make full pres part act neut nom/voc/acc pl πληροῦντα , πληρόω make full pres part act masc acc sg πληροῦντι , πληρόω make full pres part act masc/neut dat sg πληροῦντι , πληρόω make full pres ind act 3rd pl (doric) πληροῦντε … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληροῦντ' — πληροῦντα , πληρόω make full pres part act neut nom/voc/acc pl πληροῦντα , πληρόω make full pres part act masc acc sg πληροῦντι , πληρόω make full pres part act masc/neut dat sg πληροῦντι , πληρόω make full pres ind act 3rd pl (doric) πληροῦντε … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοτός — ο, και μοτόν, το (Α μοτός) είδος γάζας από νήματα λινού υφάσματος που τοποθετείται πάνω στις πληγές, αλλ. ξαντό αρχ. 1. (το ουδ. πληθ.) μότα (κατά τον Ησύχ.) «τὰ πληροῡντα τὴν κοίλην τῶν τραυμάτων ῥάκη» 2. αποχετευτικός σωλήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης … Dictionary of Greek
πλησίστιος — ια, ιο / πλησίστιος, ιον, ΝΑ 1. (για πλοίο) αυτός που πλέει με γεμάτα τα ιστία, με φουσκωμένα τα πανιά 2. μτφ. αυτός που πλέει με όλη την ταχύτητα, ολοταχώς και κατευθείαν, αυτός που φέρεται ακράτητος προς μία κατάσταση («φέρονται πλησίστιοι προς … Dictionary of Greek